- οπόσε
- ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α)(ποιητ. τ.) επίρρ.1. όποι*, προς ποιο μέρος, πού2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόσε* (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.